λέπας

λέπας
λέπας, τὸ (Α)
βουνό πετρώδες και γυμνό, βράχος («ἠερίη Γεράνεια, κακὸν λέπας», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με λατ. lapis, -idis «πέτρα» (το -a- τού lapis είναι δυσερμήνευτο), οπότε η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *lep- «αποσπώ, αφαιρώ τον φλοιό» (πρβλ. λέπω). Υπάρχει και η άποψη ότι ίσως και οι δύο λέξεις είναι δάνειες από κάποια μεσογειακή γλώσσα (πρβλ. ιβηρο-ρωμανικό lapa, με πιθ. σημ. «πέτρινος δίσκος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεπάς — limpet fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέπας — bare rock neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάς — η (Α λεπάς, άδος) [λέπας] όστρακο που προσκολλάται σε βράχο ή στα επιπλέοντα σε νερά αντικείμενα, η πεταλίδα …   Dictionary of Greek

  • λεπάδα — λεπάς limpet fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάδας — λεπάς limpet fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάδες — λεπάς limpet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάδεσσι — λεπάς limpet fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάδεσσιν — λεπάς limpet fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάδι — λεπάς limpet fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάδος — λεπάς limpet fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”